Η πανδημία που ζούμε αυτόν τον καιρό, έφερε στην επιφάνεια όρους όπως «ο γιατρός σου», «οι απαραίτητες εξετάσεις» κ.ά. που έτειναν να λησμονηθούν. Ποιος καθορίζει όμως αυτές τις «απαραίτητες εξετάσεις» και ποιος είναι αυτός «ο οικογενειακός σου γιατρός»;
Ποιος θέτει τη διάγνωση;
Ας κάνουμε μια προσπάθεια αρχικά να επανεκτιμήσουμε τον ρόλο των αιματολογικών αλλά και των ακτινολογικών εξετάσεων, που τείνουν να αντικαταστήσουν την παραδοσιακή κλινική εξέταση, δηλαδή τη λήψη του ιστορικού και τη φυσική εξέταση από τον ιατρό.
Τα κλασικά συγγράμματα της παθολογίας αναφέρουν ότι η διάγνωση μιας νόσου βγαίνει: κατά 75% από αυτό που θα διηγηθεί ο ασθενής για το πώς νιώθει ή πώς ένιωθε, κατά 15% από αυτό που θα ανακαλύψει ο γιατρός στην κλινική του εξέταση και μόνο κατά 10% από τις εξετάσεις που θα ζητήσει με σκοπό αυτές να επιβεβαιώσουν ή να απορρίψουν την υπόθεση την οποία έχει ήδη κάνει και κρατά στο μυαλό του.
Άρα η τακτική του «να στείλουμε εξετάσεις και να δούμε τι θα βγει», χωρίς να ακολουθηθεί η ως άνω αναφερόμενη ιεροτελεστία, αποτελεί λανθασμένη και επικίνδυνη τακτική και θα τολμούσα να πω ένδειξη ελλιπούς επιστημονικής κατάρτισης του ιατρού. Από την άλλη, η πρακτική κάποιων ασθενών που λένε «γιατρέ έκανα μερικές εξετάσεις μπορείς να τις δεις;» αποτελεί μέγα σφάλμα, αφού παρά πολύ συχνά αποπροσανατολίζει τον ιιατρό από το πραγματικό πρόβλημα, μια και οι εξετάσεις ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τον ασθενή και δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ, μια απόλυτη εξέταση που να αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη νόσο. Παράδειγμα, μια τιμή «κακής» χοληστερίνης 130mg/dl είναι φυσιολογική για έναν υγιή ασθενή, αλλά παθολογική για έναν διαβητικό. Είναι λοιπόν αρχή στην ιατρική επιστήμη το: «Δεν θεραπεύουμε εξετάσεις, αλλά τον ασθενή».
Επιπλέον, μελέτες έχουν δείξει ότι σε εξετάσεις που δίδονται χωρίς συγκεκριμένο στόχο, υπάρχουν στατιστικά δύο «παθολογικές» τιμές, οι οποίες όταν επανεκτιμηθούν δεν αποδεικνύουν καμία παθολογία. Το άγχος βέβαια που επωμίζεται ο υποτιθέμενος ασθενής έως ότου πειστεί ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, είναι ανυπολόγιστο.
Υπερπλήθώρα εξετάσεων: «τις πταίει;»
Τα αίτια που οδήγησαν τον κόσμο σ΄ αυτήν την «εξετασολαγνεία» είναι πολλά. Πρώτο απ΄ όλα θα έλεγα πως είναι η ευκολία με την οποία κάποιος που κρατάει ένα βιβλιάριο ασφάλισης, μπορεί να πάει στον ιατρό και να «απαιτήσει» εξετάσεις, χωρίς λόγο και σκοπό, εξετάσεις τις οποίες ο ιατρός, για πελατειακούς συνήθως λόγους, αντιγράφει και βέβαια κανένας εντεταλμένος ελεγκτής δεν τις αποτρέπει. ‘Έτσι και ο κακός τρόπος ιατρικής ευοδώνεται και τα ταμεία ζημιώνονται οικονομικά.
Από την άλλη, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, στην προσπάθεια προσέγγισης πελατών, δελεάζουν τους ασφαλισμένους τους με απεριόριστες εξετάσεις όποια ώρα θέλουν και όχι όταν είναι αναγκαίες, κατάσταση που, αν συνεχιστεί, προβλέπω πως θα τις οδηγήσει στην καταστροφή. Μάλιστα τον τελευταίο καιρό έγινε της μόδας να δωρίζονται εξετάσεις και από τράπεζες ή άλλες άσχετες πηγές που καμία σχέση δεν έχουν με την παροχή υγείας.
Ο ρόλος του οικογενειακού και του ειδικού ιατρού
Βέβαια στην πολιτική υγείας που ακολουθείται σε κάθε χώρα τον κεντρικό ρόλο τον έχουν οι ιατροί. Έτσι και στη στρεβλή αυτή καθοδήγηση του κόσμου προς τις αλόγιστες εξετάσεις, ο ιατρός-σύμβουλος έχει το μεγαλύτερο μερίδιο. Η υπερπληθώρα των ιατρών τους καθιστά έρμαιο στις ορέξεις του κόσμου, που μπαίνει στο ιατρείο και απαιτεί «όλες τις εξετάσεις, ό,τι υπάρχει!», απειλώντας έμμεσα ότι «αν προβάλλεις αντίρρηση θα πάω στον παρακάτω δρόμο, όπου ο επόμενος γιατρός θα μου τις συνταγογραφήσει».
Το πρόβλημα αυτό διογκώνεται από την καινούργια μόδα που θέλει, σε κάθε πρόβλημα υγείας να αναζητείται άμεσα, η γνώμη του ανάλογου εξειδικευμένου ιατρού. Μια τάση εκ των πραγμάτων απαγορευμένη σε κάθε προηγμένη χώρα της Δύσης, όπου η εντολή αυτή μπορεί να δοθεί μόνο από τοΝ γενικό-οικογενειακό ιατρό. Ο εξειδικευμένος ιατρός συνήθως δεν εξετάζει τον ασθενή ως ολότητα και υπάρχει πιθανότητα, να δει το δέντρο και όχι το δάσος. Για ναγίνει αντιληπτό πώς συμμετέχει ο εξειδικευμένος ιατρός στο πρόβλημα, παραθέτω ένα υποθετικό παράδειγμα. Ένας ασθενής λόγω «πόνου και καψίματος στην κοιλιά» πάει απευθείας στον γαστρεντερολόγο της γειτονιάς του. Αυτός, με καλή πρόθεση και επειδή αυτό ξέρει να κάνει καλά, του κάνει άμεσα γαστροσκόπηση και συστήνει υπέρηχο κοιλίας καθώς και αγωγή για γαστρίτιδα. Αν όμως αυτά τα συμπτώματα είναι συμπτώματα εμφράγματος, η διάγνωση εύκολα θα πάρει λάθος δρόμο...
Στο παραπάνω παράδειγμα όλα θα ήταν διαφορετικά αν ο ασθενής πήγαινε στον παθολόγο που είναι ο οικογενειακός του ιατρός. Ποιος είναι όμως αυτός ο ιατρός; Είναι ο ιατρός που έχει το πλεονέκτημα να ξέρει το ιστορικό του ασθενούς, να μπορεί να τον ακούει και να τον κατανοεί και παράλληλα να κάνει συνδυασμό των συμπτωμάτων του, κάνοντας έτσι εύκολη την τελική διάγνωση. Επιπλέον έχει την ικανότητα να κατευθύνει τον ασθενή προς τον εξειδικευμένο ιατρό, μια και είναι υποχρέωσή του να έχει άποψη για τη νέα γνώση που προκύπτει καθημερινά σε κάθε υποειδικότητα. Έτσι ωθεί τον ασθενή προς τη σωστή κατεύθυνση ή τον θεραπεύει, βλέποντάς τον ως ολότητα και όχι ελέγχοντας ένα μεμονωμένο σύστημα του σώματος.
Τι συμβαίνει στις μέρες μας
Από την άλλη πλευρά οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η έκρηξη των δυνατοτήτων της σύγχρονης τεχνολογίας, δωρίζει στις υποειδικότητες, νέες τεχνικές που κάνουν θαύματα και ακτινολογικές εξετάσεις που είναι τόσο λεπτομερείς και ακριβείς ώστε, με σωστή χρήση, δεν αφήνουν πλέον σκιές στη διάγνωση της ασθένειας του πάσχοντος. Έτσι η τεχνολογία (οι εξετάσεις) αφαιρεί από τον παθολόγο ένα σημαντικό τμήμα του πρωταρχικού του ρόλου ως «διαγνώστη» και τροποποιεί το παραδοσιακό διαγνωστικό μοντέλο και τα ποσοστά στα οποία συμβάλλουν οι γνώσεις του και η κρίση του στη τελική διαδικασία διάγνωσης της ασθένειας του πάσχοντος.
Ωστόσο, σε μια εποχή περιορισμένων πόρων και περικοπής των εξόδων, η σύγχρονη εργαστηριακή και διαγνωστική τεχνολογία πρέπει να χρησιμοποιείται με σύνεση. Η πρόληψη που αποτελεί τη βασική δικαιολογία για τις αλόγιστες εξετάσεις, πρέπει να γίνεται πάντα σύμφωνα με τις ενδείξεις/υποδείξεις/οδηγίες της παγκόσμιας ιατρικής κοινότητας και να δίνεται σε ετήσια βάση και ανάλογα με την ηλικία του εκάστοτε εξεταζόμενου. Η έκταση και η συχνότητα του προληπτικού ελέγχου (check up) είναι γνώση που πρέπει να την κατέχει ο κάθε οικογενειακός ιατρός για το καλό των πολιτών και για τη σωστή διαχείριση των πόρων της υγείας. Δεν υπάρχει για παράδειγμα, πουθενά, η ένδειξη, της αξονικής εγκεφάλου ή του υπέρηχου θυρεοειδούς ως προληπτικού μέσου - δύο εξετάσεις που ο κόσμος ζητά κατά κόρον.
Δια ταύτα
Συμπερασματικά, θα συνέστηνα στον αναγνώστη, να αποκτήσει τον δικό του έμπιστο οικογενειακό ιατρό στον οποίο θα προστρέχει για κάθε θέμα που αφορά στην υγεία του, γιατί αυτός ξέρει να τον συμβουλεύσει, να τον κατευθύνει και να τον θεραπεύσει καλύτερα. Η «απλή κουβεντούλα» με τον ιατρό του αξίζει όσο χίλιες εξετάσεις μαζί και, επιπλέον, έτσι προστατεύεται από λάθη, περιττά έξοδα και ανυπολόγιστο άγχος. Εξάλλου οι «εξετάσεις» δεν θα αντικαταστήσουν ποτέ τον ιατρό, καθώς δεν υπάρχουν απόλυτες εξετάσεις, που να ορίζουν κάποια συγκεκριμένη νόσο. Η αλόγιστη χρήση των διαφόρων διαγνωστικών εξετάσεων, αντίθετα, έχει προσωπικό κόστος για κάθε εξεταζόμενο, πολύ μεγαλύτερο από οποιοδήποτε κέρδος.